- Διώρη
- Διώρηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Διώρηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διώρη — διοράω see through imperf ind act 3rd sg (doric) διοράω see through imperf ind act 3rd sg (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Επειοί — Αρχαίοι κάτοικοι πελασγικής καταγωγής της Κοίλης Ήλιδας (δυτικής Πελοποννήσου) και της δυτικής Αχαΐας. Η ονομασία της εξαφανίζεται κατά την ιστορική εποχή και αναφέρονται μόνο οι Ηλείοι και οι Πισάτες. Κυριότερες πόλεις τους ήταν η Πύλος, η… … Dictionary of Greek
Ρέυκιαβικ — (Reykjavik). Πόλη της νοτιοδυτικής Ισλανδίας, πρωτεύουσα της χώρας. Η Ρ., που βρίσκεται στη νότια ακτή του κόλπου Φάξαφλοϊ, εκτείνεται σε πεδινή ζώνη, από τη χερσόνησο της Σελτγιάρνανες μέχρι τη μικρή λίμνη Τγιέρναν, ενώ μερικές κατοικημένες… … Dictionary of Greek